περισπῶ

περισπῶ
περισπάω
draw off from around
pres imperat mp 2nd sg
περισπάω
draw off from around
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
περισπάω
draw off from around
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
περισπάω
draw off from around
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
περισπάω
draw off from around
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
περισπάω
draw off from around
pres imperat mp 2nd sg
περισπάω
draw off from around
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
περισπάω
draw off from around
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
περισπάω
draw off from around
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
περισπάω
draw off from around
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περισπώ — περισπῶ, άω ΝΜΑ [σπω] 1. ενεργ. αποσπώ την προσοχή κάποιου από την κύρια ασχολία του και τήν κατευθύνω αλλού, φέρω περισπασμό, απασχολώ, διασπώ την προσοχή 2. παθ. περισπῶμαι, άομαι αποσπώμαι από την κύρια εργασία, μου 3. γραμμ. θέτω το σημείο… …   Dictionary of Greek

  • μεθέλκω — (ΑM Α και μεθελκύω) 1. έλκω, σύρω ή τραβώ κάτι προς το άλλο μέρος, διευθύνω κάτι εδώ και εκεί, εκτρέπω, παρεκτρέπω, περισπώ 2. σύρω ή τραβώ κάτι προς το μέρος μου, ιδιοποιούμαι, οικειοποιούμαι κάτι μσν. 1. τραβώ την προσοχή, προσελκύω («τῶν… …   Dictionary of Greek

  • μεταπερισπώ — μεταπερισπῶ, άω (Α) σύρω μακριά σε άλλο μέρος, αποσύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + περισπῶ «αποσύρω»] …   Dictionary of Greek

  • περίσπασις — ἡ, ΜΑ [περισπώ] 1. περισπασμός, απασχόληση με άλλο αντικείμενο από εκείνο που κυρίως ενδιαφέρει, η διάσπαση τής προσοχής 2. ο τόνος περισπωμένη, ο τονισμός συλλαβής με περισπωμένη …   Dictionary of Greek

  • περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… …   Dictionary of Greek

  • περιέλκω — ΜΑ 1. έλκω, τραβώ κάποιον ή κάτι εδώ κι εκεί («περιέλκω τινὰ ὡς ἀνδράποδον», Φιλόστρ.) 2. περισπώ, αποσπώ την προσοχή («πάλαι με περιέλκεις κύκλῳ», Πλάτ.) μσν. μεταστρέφω αρχ. 1. παρατραβώ, επιμηκύνω 2. ανατρέπω επιχείρημα 3. φρ. «περιέλκειν… …   Dictionary of Greek

  • περισπασμός — ο, ΝΑ [περισπώ] 1. απασχόληση, απομάκρυνση από την κύρια εργασία, απόσπαση τής προσοχής σε αντικείμενο διαφορετικό από το κυρίως ενδιαφέρον έργο 2. συνεκδ. μέριμνα, φροντίδα, έγνοια, σκοτούρα, στενοχώρια τού βίου («οικογενειακοί περισπασμοί») αρχ …   Dictionary of Greek

  • περισπαστικός — ή, όν, Α [περισπώ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον περισπασμό, στην απασχόληση τής προσοχής σε άλλο αντικείμενο, διαφορετικό από το κυρίως ενδιαφέρον έργο, αυτός που προκαλεί περισπασμό, απομάκρυνση από την κύρια εργασία («ἡ μουσικὴ δύναμιν… …   Dictionary of Greek

  • πολυπερίσπαστος — ον, Μ αυτός που έχει πολλούς περισπασμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + περίσπαστος (< περισπῶ), πρβλ. α περίσπαστος] …   Dictionary of Greek

  • προπερισπώ — προπερισπῶ, άω, ΝΑ γραμμ. τονίζω με περισπωμένη την παραλήγουσα λέξης νεοελλ. (η μτχ. μέσ. ενεστ.) προπερισπώμενος, ένη, ο αυτός που παίρνει περισπωμένη στην παραλήγουσα («προπερισπώμενη λέξη» λέξη που τονίζεται με περισπωμένη στην παραλήγουσα σε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”