περισπώ — περισπῶ, άω ΝΜΑ [σπω] 1. ενεργ. αποσπώ την προσοχή κάποιου από την κύρια ασχολία του και τήν κατευθύνω αλλού, φέρω περισπασμό, απασχολώ, διασπώ την προσοχή 2. παθ. περισπῶμαι, άομαι αποσπώμαι από την κύρια εργασία, μου 3. γραμμ. θέτω το σημείο… … Dictionary of Greek
μεθέλκω — (ΑM Α και μεθελκύω) 1. έλκω, σύρω ή τραβώ κάτι προς το άλλο μέρος, διευθύνω κάτι εδώ και εκεί, εκτρέπω, παρεκτρέπω, περισπώ 2. σύρω ή τραβώ κάτι προς το μέρος μου, ιδιοποιούμαι, οικειοποιούμαι κάτι μσν. 1. τραβώ την προσοχή, προσελκύω («τῶν… … Dictionary of Greek
μεταπερισπώ — μεταπερισπῶ, άω (Α) σύρω μακριά σε άλλο μέρος, αποσύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + περισπῶ «αποσύρω»] … Dictionary of Greek
περίσπασις — ἡ, ΜΑ [περισπώ] 1. περισπασμός, απασχόληση με άλλο αντικείμενο από εκείνο που κυρίως ενδιαφέρει, η διάσπαση τής προσοχής 2. ο τόνος περισπωμένη, ο τονισμός συλλαβής με περισπωμένη … Dictionary of Greek
περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… … Dictionary of Greek
περιέλκω — ΜΑ 1. έλκω, τραβώ κάποιον ή κάτι εδώ κι εκεί («περιέλκω τινὰ ὡς ἀνδράποδον», Φιλόστρ.) 2. περισπώ, αποσπώ την προσοχή («πάλαι με περιέλκεις κύκλῳ», Πλάτ.) μσν. μεταστρέφω αρχ. 1. παρατραβώ, επιμηκύνω 2. ανατρέπω επιχείρημα 3. φρ. «περιέλκειν… … Dictionary of Greek
περισπασμός — ο, ΝΑ [περισπώ] 1. απασχόληση, απομάκρυνση από την κύρια εργασία, απόσπαση τής προσοχής σε αντικείμενο διαφορετικό από το κυρίως ενδιαφέρον έργο 2. συνεκδ. μέριμνα, φροντίδα, έγνοια, σκοτούρα, στενοχώρια τού βίου («οικογενειακοί περισπασμοί») αρχ … Dictionary of Greek
περισπαστικός — ή, όν, Α [περισπώ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον περισπασμό, στην απασχόληση τής προσοχής σε άλλο αντικείμενο, διαφορετικό από το κυρίως ενδιαφέρον έργο, αυτός που προκαλεί περισπασμό, απομάκρυνση από την κύρια εργασία («ἡ μουσικὴ δύναμιν… … Dictionary of Greek
πολυπερίσπαστος — ον, Μ αυτός που έχει πολλούς περισπασμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + περίσπαστος (< περισπῶ), πρβλ. α περίσπαστος] … Dictionary of Greek
προπερισπώ — προπερισπῶ, άω, ΝΑ γραμμ. τονίζω με περισπωμένη την παραλήγουσα λέξης νεοελλ. (η μτχ. μέσ. ενεστ.) προπερισπώμενος, ένη, ο αυτός που παίρνει περισπωμένη στην παραλήγουσα («προπερισπώμενη λέξη» λέξη που τονίζεται με περισπωμένη στην παραλήγουσα σε … Dictionary of Greek